Οι Ευρωατλαντικές σχέσεις μετά την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στις ΗΠΑ

>> Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2008

Τι θα κάνει ο Ομπαμα; Τι έκανε ο Μπους; Πως συμπεριφερόταν μέχρι τώρα η ΕΕ; Τι πρέπει να κάνει στο μέλλον; Η Ρωσία είναι απειλή ή μελλοντικός συνεργάτης; Ποιος είναι ο αληθινός εχθρός; Μπορούν Ε.Ε. ΗΠΑ και Ρωσία να συμπορευτουν ; Ναι ή όχι στην παγκοσμιοποίηση; Ναι ή όχι στα εθνικά κράτη;

κρατικές επεμβάσεις στην οικονομία ή κρατισμός;

ενδιαφέρουσες ερωτήσεις και ενδιαφέρουσες απαντήσεις




Απο το Ιδρυμα Καραμανλή, στη Θεσσαλονίκη

ομιλία Αντώνη Σαμαρά


Υπάρχουν τέσσερις συνιστώσες των Ευρω-ατλαντικών σχέσεων όπως διαμορφώνονται μετά την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στις ΗΠΑ:
-- Πρώτον, η δυναμική που υπήρχε ήδη στις σχέσεις Ευρώπης-ΗΠΑ τα τελευταία οκτώ χρόνια, επί Προεδρίας Μπους.
-- Δεύτερον, η δυναμική της ίδιας της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Διότι όταν μιλάμε για τις ΗΠΑ γνωρίζουμε γιατί μιλάμε. Αλλά όταν αναφερόμαστε στην Ευρώπη και τις προοπτικές ολοκλήρωσής της, η κατάσταση είναι πολύ πιο ρευστή. Συχνά, μάλιστα, τείνουμε να εκλαμβάνουμε τις επιθυμίες μας – ή τους φόβους μας – ως πραγματικότητες. Με αποτέλεσμα η ανάλυσή μας να είναι συχνά ασύμμετρη: να στηρίζεται σε βεβαιότητες για τη μία πλευρά της εξίσωσης (την αμερικανική) και σε ευσεβείς πόθους για την άλλη (την ευρωπαϊκή).
-- Τρίτον, η συγκυρία της διεθνούς κρίσης. Γιατί ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ καλείται να κυβερνήσει σε μια Αμερική που αλλάζει, μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει κι απέναντι σε μια Ευρώπη που, επίσης αλλάζει. Κι όλες αυτές οι αλλαγές είναι ακόμα στον αέρα. Δεν ξέρουμε ακριβώς προς τα πού…
-- Τέταρτον, τα μεγάλα ζητούμενα της ευρω-ατλαντικής ατζέντας στα αμέσως προσεχή χρόνια. Ώστε να αντιληφθούμε τις ανάγκες και τις φιλοδοξίες των Ευρωπαίων, τις δυνατότητες και τους φόβους των Αμερικανών, τους περισπασμούς καθενός σε άλλα σημεία του κόσμου, και τις πιθανότητες να συμπέσουν οι προτεραιότητές τους σε κάποια κοινή στρατηγική.
Το ιδεολόγημα της «Παγκοσμιοποίησης»
Ας αρχίσουμε λοιπόν με το πρώτο ερώτημα: Πως διακυμάνθηκαν οι Ευρω-ατλαντικές σχέσεις τα προηγούμενα χρόνια. Γιατί είναι σήμερα σημείο καμπής η εκλογή Ομπάμα;
Μετά την κατάρρευση του διπολισμού και της Σοβιετικής Ένωσης, η Δύση έμοιαζε να έχει νικήσει – συνολικά και οριστικά - την Ανατολή. Οπότε η έμφαση της Αμερικανικής Πολιτικής, στα χρόνια του Κλίντον, επανήλθε στην Ευρώπη: Καλλιεργήθηκε η πεποίθηση ότι η Ατλαντική Κοινότητα - ΗΠΑ-Καναδάς από τη μία πλευρά, και μια Ενωμένη Ευρώπη από την άλλη - θα μπορούσαν να κυριαρχήσουν στον κόσμο από κοινού.
Ήταν τότε που κυριάρχησε η έννοια της «παγκοσμιοποίησης» στο διεθνές πολιτικό λεξιλόγιο:
* Όπου παγκοσμιοποίηση σήμαινε, πλέον, την κυριαρχία των ΗΠΑ μέσα στην Ατλαντική κοινότητα, και την κυριαρχία της Ατλαντικής κοινότητας διεθνώς. Με μια Ευρώπη που έπρεπε να ξεπεράσει οριστικά τους εθνικούς διαχωρισμούς της, για να αποτελέσει οργανικό μέρος αυτής της Ατλαντικής κοινότητας.
* Όπου παγκοσμιοποίηση σήμαινε, επίσης, την κυριαρχία ενός οικονομικού μοντέλου ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων, κεφαλαίων, πρώτων υλών και ανθρώπων, χωρίς περιορισμούς από εθνικά σύνορα και χωρίς ρυθμιστικές παρεμβάσεις από εθνικά κράτη – μικρά ή μεγάλα.
* Όπου παγκοσμιοποίηση σήμαινε, ακόμα, την κατάλυση των εθνικών κρατών, με μεταφορά των εξουσιών τους είτε «προς τα πάνω», σε υπερεθνικά όργανα αμφισβητούμενης αντιπροσωπευτικότητας και νομιμοποίησης, είτε «προς τα κάτω» σε περιφέρειες, που θα λειτουργούσαν περισσότερο ως τοπικές νομαρχίες και λιγότερο ως κυρίαρχες πολιτειακές οντότητες.
* Όπου παγκοσμιοποίηση σήμαινε, τέλος, την υποκατάσταση της Πολιτικής από την Οικονομία, την υποκατάσταση των εθνικών κρατών από υπερεθνικά όργανα.
Ατλαντικό ρήγμα και Ευρωπαϊκό σχίσμα
Με τη διεθνή οικονομική επιβράδυνση που άρχισε το 2000 και τη χρηματιστηριακή κατάρρευση των εταιριών υψηλής τεχνολογίας – των περιβόητων dot-com - σε όλο τον κόσμο, το ιδεολόγημα αυτό άρχισε να ξεθωριάζει.
Έτσι, μετά το 2000, το ενδιαφέρον των ΗΠΑ μετατέθηκε ξανά μακριά από την Ευρώπη, στην Ασία, όπου η Κίνα είχε αρχίσει ήδη να γίνεται υπολογίσιμος ανταγωνιστής για το μέλλον και η Ρωσία είχε αρχίσει να διεκδικεί ξανά την επιστροφή στο προσκήνιο σε στάτους υπερδύναμης.
Ύστερα ήλθε το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Ή προτεραιότητα της διεθνούς πολιτικής της Αμερικής εντοπίστηκε αμέσως στην πάταξη της διεθνούς ισλαμικής τρομοκρατίας. Η έμφαση της αμερικανικής πολιτικής μετατοπίστηκε στην Κεντρική Ασία και στη Μέση Ανατολή. Και η στροφή στον Πόλεμο κατά της τρομοκρατίας υποστηρίχθηκε, τότε, απ’ όλες τις πτέρυγες του Αμερικανικού Κογκρέσσου.
Η Ευρώπη υποχώρησε κι άλλο σε σημασία και σπουδαιότητα για τις αμερικανικές στρατηγικές προτεραιότητες.
Οι Ευρωπαίοι συμμετείχαν στρατιωτικά στο Αφγανιστάν σε δευτερεύοντα ρόλο. Ενώ στο Ιράκ αρνήθηκαν να συμμετάσχουν – πλην Αγγλίας βεβαίως κι ορισμένων ακόμα ευρωπαϊκών χωρών, εκτός του ιστορικού πυρήνα της Ένωσης.
Ιδιαίτερα η εκστρατεία στο Ιράκ προκάλεσε ένα ρήγμα ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού κι ένα σχίσμα μέσα στην ίδια την Ευρώπη:
Οι Ευρωπαίοι ένιωσαν το 2003 αρκετά ισχυροί πλέον, για να ανταγωνιστούν την πρωτοκαθεδρία της Αμερικής στον Ατλαντικό κόσμο, αλλά όχι αρκετά ισχυροί για να ξεπεράσουν το σύνδρομο της soft power, της «ήπιας δύναμης».
-- Ήπια δύναμη είναι εκείνη που πείθει δεν εξαναγκάζει. Εκείνη που απομονώνει και στιγματίζει τους αντιπάλους της, δεν τους καταστέλλει ούτε τους συντρίβει. Εκείνη που τους οδηγεί με ήπιες μεθόδους να παραιτηθούν από τους σκοπούς τους, δεν τους εξουδετερώνει με τη βία. Εκείνη που κλείνει φαύλους κύκλους βίας, δεν τους ξεκινά.
Οι Ευρωπαίοι αντιπαρέθεσαν τότε την πολιτική της «ήπιας δύναμης» που τους ταίριαζε περισσότερο, στο παραδοσιακό μοντέλο της ισχύος που προέβαλε τότε η Αμερική.
Μόνο που ηθική υπεροχή χωρίς υλική δύναμη αποδεικνύεται το ίδιο ατελέσφορη και προβληματική. όπως και η υλική δύναμη χωρίς ηθική υπεροχή.
Το ατλαντικό ρήγμα έβλαψε μακροχρόνια τις ίδιες τις ΗΠΑ. Αλλά προκάλεσε κι ένα σχίσμα μέσα στην Ευρώπη.
Γάλλοι και Γερμανοί προσπάθησαν να ελέγξουν τη συμπεριφορά του «παγκόσμιου χωροφύλακα» της Αμερικής. Μαζί τους συμπαρατάχθηκαν και μικρότερες χώρες του παραδοσιακού δυτικοευρωπαϊκού χώρου.
Απέναντί τους στάθηκαν οι Βρετανοί που συμπαρατάχθηκαν αμέσως με τους Αμερικανούς, οι τότε Κεντροδεξιές κυβερνήσεις Ιταλίας και Ισπανίας (που έχασαν την εξουσία αργότερα) και όλες σχεδόν οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης, που βρίσκονταν ήδη στην τελική φάση πλήρους ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ειδικά αυτές οι τελευταίες νιώθουν ακόμα αρκετά ανασφαλείς έναντι της γειτονικής τους Ρωσίας, ώστε να τείνουν, σχεδόν ανακλαστικά, να ταυτίζονται με την πολιτική της Αμερικής. Η Αμερική γι’ αυτές είναι αρκετά μακριά για να μπορούσε να απειλήσει τις ίδιες και αρκετά ισχυρή, ώστε να μπορέσει να τις θωρακίσει έναντι του κινδύνου που βρίσκεται δίπλα τους.
Στην περίπτωση του Ιράκ, αποδείχθηκε ότι τα ευρωπαϊκά κράτη συμπεριφέρονται στα μεγάλα και κρίσιμα ζητήματα βάσει των εθνικών προτεραιοτήτων τους – που είναι διαφορετικές – όχι με βάση το «ενιαίο συμφέρον της Ευρώπης», που παραμένει απροσδιόριστο.
Το ίδιο εσωτερικό ευρωπαϊκό σχίσμα επανεμφανίστηκε στα επόμενα χρόνια - αν και σε πιο ήπιους τόνους:
-- με την υπόθεση της «αντιπυραυλικής ασπίδας» των ΗΠΑ, που οι Ανατολικοευρωπαίοι την αποδέχθηκαν πρόθυμα, ενώ οι δυτικοί εξέφρασαν διακριτικές επιφυλάξεις,
-- με την αναγνώριση του Κοσσόβου, που άλλοι Ευρωπαίοι την αποδέχθηκαν αμέσως, άλλοι εξέφρασαν ρητές διαφωνίες,
-- με την ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ, που δίχασε τους Ευρωπαίους και δεν πέρασε, παρά την επιμονή της Ουάσιγκτων,
-- και με την κρίση της Γεωργίας, μόλις τον περασμένο Αύγουστο, όπου διχάστηκε ξανά το Ευρωπαϊκό ΝΑΤΟ.
Σε κάθε διεθνή κρίση – μείζονα ή ελάσσονα – οι Ευρωπαίοι πολιτεύονται με βάση της εθνικές προτεραιότητές τους ο καθένας και τα ιδιαίτερα εθνικά τους συμφέροντα. Η πολιτική ενότητά τους εμφανίζεται πολύ απομακρυσμένη.
Αμερικανικές αντιφάσεις και αδιέξοδα
Στο μεταξύ όμως, η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ οδηγήθηκε σε πραγματικό εφιάλτη για τις ΗΠΑ. Οι αμερικανικές δυνάμεις κατάφεραν σχετικά εύκολα να καταλάβουν τη χώρα, αλλά δεν κατάφεραν να την ελέγξουν ή να τη σταθεροποιήσουν.
Η κυβέρνηση Μπους έκανε το σφάλμα να ανοίξει ταυτόχρονα το μέτωπο με το Πολεμικό Ισλάμ και το μέτωπο με τη Ρωσία. Να εξουδετερώσει δηλαδή το πολεμικό Ισλάμ στην Ασία και ταυτόχρονα να ανακόψει την προσπάθεια της Ρωσίας να επανέλθει σε στάτους διεθνούς υπερδύναμης.
Η Ρωσία όμως ήταν φυσικός σύμμαχος κι απαραίτητος εταίρος της Αμερικής στον πόλεμο κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας. Και η Ουάσιγκτων χρειαζόταν τη Ρωσία στο μέλλον για τον έλεγχο των ηγετικών φιλοδοξιών της Κίνας. Αντί να συγκλίνει στρατηγικά με τη Μόσχα, η Ουάσιγκτων άνοιξε νέο μέτωπο σε βάρος της.
Η αδυναμία των ΗΠΑ να σταθεροποιήσουν το Ιράκ επέτειναν την ανασφάλεια στη διεθνή αγορά πετρελαίου. Αυτό οδήγησε σε συνεχή και κλιμακούμενη κερδοσκοπία, που ανέβασε τις τιμές ενεργείας διεθνώς. Η άνοδος των τιμών ενεργείας βοήθησε πρωτίστως τη Ρωσία να αυξήσει τα έσοδά της από εξαγωγές ενεργειακών πόρων – φυσικού αερίου και πετρελαίου – και να εκμηδενίσει το δημόσιο χρέος της σε ελάχιστο χρόνο (κόστος εξόρυξης στη Ρωσία 20 δολάρια το βαρέλι).
Τελικώς - και περιέργως - η μόνη χώρα που αληθινά ωφελήθηκε από την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ και τις επιπτώσεις της ήταν η ίδια η… Ρωσία, που αναδείχθηκε σε δεύτερη πετρελαιοπαραγωγό χώρα στον κόσμο.
Έτσι, αντί να συνεργαστούν με τη Ρωσία στην αντιμετώπιση του Πολεμικού Ισλάμ οι ΗΠΑ άνοιξαν μέτωπο εναντίον της. Και την ίδια ώρα που άνοιγαν μέτωπο εναντίον της, την ενίσχυαν, άθελά τους, βέβαια...
Οι στρατηγικές αντιφάσεις των ΗΠΑ οδήγησαν την ίδια την Αμερικανική πολιτική σε αδιέξοδα, ενώ επέτειναν ακόμα περισσότερο τη διαφοροποίηση μέσα στην Ευρώπη.
Ο λεγόμενος «ρωσικός κίνδυνος» δεν ενώνει πια τους Ευρωπαίους, μεταξύ τους και με τις ΗΠΑ. Και η απομάκρυνση των Αμερικανικών προτεραιοτήτων από την Ευρώπη, εξακολουθεί να έχει ένα «αποτέλεσμα αμοιβαιότητας»: απομακρύνει και τους Ευρωπαίους από την Αμερική.
Στα τέλη της οκταετίας Μπους, οι Ευρω-ατλαντικές σχέσεις παραμένουν βαθιά τραυματισμένες, αν και οι τόνοι έχουν πέσει αρκετά. Και η ίδια η Ευρώπη παραμένει βαθιά διαιρεμένη, αν και το δείχνει μόνο σε κρίσιμες στιγμές. Όταν, δηλαδή, η ενότητά της είναι περισσότερο απαραίτητη…
Οι δύο πλευρές του Ατλαντικού πλησιάζουν ξανά
Όμως, και στις δύο πλευρές του ατλαντικού έχουν συντελεστεί, το τελευταίο διάστημα, πολιτικές μετατοπίσεις που φέρνουν την Ευρώπη και τις ΗΠΑ πιο κοντά τη μία στην άλλη:
Στην Ευρώπη απομακρύνθηκαν από την εξουσία όλοι οι πρωταγωνιστές του Ατλαντικού ρήγματος: Ο Σρέντερ και ο Φίσσερ στη Γερμανία συνταξιοδοτήθηκαν. Στην Καγκελαρία της Γερμανίας βρίσκεται πλέον η πολύ πιο ατλαντικών προσανατολισμών Άγκελα Μέρκελ. Στη Γαλλία ο Σιράκ και ο Ντεβιλπέν επίσης συνταξιοδοτήθηκαν. Στη Γαλλική Προεδρία βρίσκεται ο πολύ πιο ατλαντιστής Σαρκοζύ. Στην Βρετανία ο Τόνι Μπλαίρ συνταξιοδοτήθηκε κι αυτός. Αλλά τόσο ο διάδοχός του στο Εργατικό Κόμμα Γκόρντον Μπράουν, όσο και ο επίδοξος αντικαταστάτης του, ο αρχηγός των Συντηρητικών Ντέβιντ Κάμερον, παραμένουν ατλαντιστές. Στην Ιταλία ο ιδιόρρυθμος ατλαντιστής Σίλβιο Μπερλουσκόνι έχασε τις εκλογές το 2006, αλλά μετά από δύο χρόνια επανήλθε με αληθινό εκλογικό θρίαμβο και σήμερα έχει υψηλότερη δημοτικότητα από ποτέ. Στην Πολωνία οι Συντηρητικοί έχασαν την εξουσία, αλλά οι Σοσιαλιστές που τους διαδέχθηκαν αποδείχθηκαν εξ ίσου ατλαντιστές.
Από την άλλη πλευρά, στις ΗΠΑ οι Ρεπουμπλικανοί έχασαν τον έλεγχο του Κογκρέσσου ήδη από το 2006 ενώ, μόλις προ ενός μηνός έχασαν και την Προεδρία.
Και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη στην διακυβέρνηση βρίσκονται σήμερα πολιτικές δυνάμεις που φέρνουν τις δύο πλευρές του Ατλαντικού πιο κοντά. Η σημερινή Ευρώπη βλέπει με συμπάθεια την Αμερική του Μπαράκ Ομπάμα. Και η Αμερική όπου κυριαρχούν, πλέον, οι Δημοκρατικοί, αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να κάνει πολλά για να επουλώσει τα τραύματα που υπέστη το κύρος και το γόητρό της επί των ημερών του George W. Bush.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι επιστρέφουμε στην εποχή του Κλίντον και στο «ειδυλλιακό» – για τις ευρω-ατλαντικές σχέσεις – δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90. Από τότε μέχρι σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ. Μεταξύ, άλλων, αν διαβάσει προσεκτικά κανείς το πολύ ενδιαφέρον κείμενο εξωτερικής πολιτικής που δημοσίευσε ο Μπαράκ Ομπάμα, το καλοκαίρι του 2007 στο περιοδικό Foreign Affairs (τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου) με τίτλο Renewing American Leadership, θα διαπιστώσει ότι στέκεται σε όλα τα διεθνή ζητήματα, αλλά για την Ευρώπη αναφέρει ελάχιστα. Η έμφαση και οι προτεραιότητες της Αμερικανικής πολιτικής είναι στραμμένες, πλέον, αλλού…
Το εθνικό κράτος επιστρέφει…
Λίγο πριν είδαμε ότι σε όλες τις διεθνείς πολιτικές κρίσεις των τελευταίων ετών οι Ευρωπαίοι πολιτεύθηκαν με βάση το «στενό» εθνικό τους συμφέρον ο καθένας.
Την ίδια εποχή, δεν κατάφεραν να εγκρίνουν το Ευρωσύνταγμα, μετά από τα δύο απορριπτικά δημοψηφίσματα του 2005 σε Γαλλία και Ολλανδία, ενώ μετά το πρόσφατο απορριπτικό δημοψήφισμα στην Ιρλανδία και η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη βρίσκεται πλέον στο αέρα.
Η Πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης βρίσκεται σε στασιμότητα, για να το πούμε όσο πιο ήπια γίνεται. Και η Παγκοσμιοποίηση έχει καταρρεύσει ως ιδεολόγημα των ελίτ και ως πρόταγμα της πολιτικής τους. Τα εθνικά συμφέροντα βρίσκονται ξανά στο επίκεντρο της πολιτικής.
Στο μεταξύ είχε αρχίσει να αμφισβητείται και το οικονομικό σκέλος της παγκοσμιοποίησης. Που ήταν καλή όταν δυτικά κεφάλαια αγόραζαν ρωσικές εταιρίες. Όταν όμως, ήλθαν ινδικά κεφάλαια να αγοράσουν γαλλικές εταιρίες και αραβικά κεφάλαια να αγοράσουν αμερικανικά λιμάνια, ξεχάστηκε η παγκοσμιοποίηση και ξαφνικά όλοι ανακάλυψαν ότι αποκρατικοποιούσαν τις εταιρίες τους για να τις αγοράσουν κρατικά κεφάλαια – τα περιβόητα sovereign funds - ξένων χωρών. Η εθνική κυριαρχία και οι περιορισμοί εθνικού συμφέροντος επέστρεψαν ξανά στις επενδυτικές αποφάσεις.
Κι όλα αυτά πριν ξεσπάσει η τελευταία κρίση…
Όταν ξέσπασε, αμέσως, πέρασαν στο προσκήνιο τα εθνικά κράτη: Ως «εθνικά» έναντι των υπερεθνικών οργανισμών που βρέθηκαν σε δευτερεύοντα και βοηθητικό ρόλο. Και ως «κράτη», έναντι των αγορών, που δεν μπορούσαν να αυτο-ρυθμιστούν, γιατί είχαν ήδη από-ρυθμιστεί.
Το λάθος της υπερβολικής απορρύθμισης των αγορών αποδείχθηκε, ακόμα και για τους πιο δύσπιστους.
Ο μύθος της αυτορρύθμισης των αγορών καταρρίφθηκε, ακόμα και για τους πιο εύπιστους.
Τα εθνικά κράτη ανέλαβαν να προλάβουν την πλήρη καταστροφή του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τα εθνικά κράτη ανέλαβαν να διαχειριστούν τα προγράμματα σωτηρίας. Ανέλαβαν να παράσχουν ρευστότητα, να τονώσουν την ενεργό ζήτηση, να τονώσουν τις επιχειρήσεις, να διασώσουν την απασχόληση. Κι επειδή η κρίση είναι διεθνής, τα εθνικά κράτη καλούνται σήμερα να συντονίσουν τη δράση τους σε διεθνές επίπεδο.
Εκτός από τον πολιτικό ρόλο του στις διεθνείς κρίσεις το κράτος ξαναβρήκε τον οικονομικό ρόλο στην διατήρηση των μακροοικονομικών ισορροπιών.
Προς νέα σύνθεση…
Οι ακρότητες του νεοφιλελεύθερου μοντέλου καταδείχθηκαν σε όλα τα επίπεδα. Αλλά αυτό δεν είναι λόγος να επιστρέψουμε στις ακρότητες του Κεϋνσιανού μοντέλου. Το εθνικό κράτος επιστρέφει, αλλά ο κόσμος δεν επιστρέφει στον κρατισμό. Ο νεοφιλελευθερισμός κατέρρευσε, αλλά οι φιλελεύθερες ιδέες παραμένουν όρθιες. Η απορρύθμιση των αγορών απέτυχε και την πληρώσαμε πανάκριβα, αλλά η ελεύθερη αγορά παραμένει αναντικατάστατη.
Ανάμεσα στις ακρότητες του κρατισμού και τις ακρότητες του νεοφιλελευθερισμού, αναζητούμε σήμερα τη μέση οδό, τη νέα σύνθεση, τη νέα υπέρβαση:
Όπου το κράτος θα ρυθμίζει τις αγορές, δεν θα τις υποκαθιστά. Όπου οι ελεύθερες αγορές θα μεγιστοποιούν τη δημιουργικότητα των ανθρώπων, δεν θα αποχαλινώνουν την απληστία τους,
Όπου τα κράτη θα προασπίζονται τη νομιμότητα και τη δημοκρατία, δεν θα απομυζούν τους πολίτες. Όπου το ιδιωτικό κέρδος θα ισορροπεί με το δημόσιο συμφέρον, η ευημερία με την κοινωνική δικαιοσύνη και η ελεύθερη αγορά με τη δημοκρατία.
Τα εθνικά συμφέροντα θα συγκλίνουν, δεν θα ισοπεδωθούν. Τα εθνικά κράτη θα μάθουν να συνεργάζονται στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς, δεν θα καταργηθούν. Τα σύνορα θα υπάρχουν όχι για να χωρίζουν τους ανθρώπους αλλά για να συγκροτούν δημοκρατικές πολιτείες που θα ανταγωνίζονται, αλλά δεν θα συγκρούονται. Θα είναι σύμμαχοι ή αντίπαλοι, συνεργάτες ή ανταγωνιστές, αλλά όχι εχθροί.
Αυτό το μοντέλο μπορεί να ανασυγκροτήσει τις δυτικές κοινωνίες και τη μεταξύ τους σύγκλιση. Και στις ΗΠΑ κατάλληλος να το εκφράσει σήμερα είναι ένας πολιτικός που πιστεύει στο κοινωνικό κράτος, χωρίς το οποίο διαλύονται οι κοινωνίες. Και, εν ονόματι της κοινωνικής συνοχής την οποία εκφράζει και συμβολίζει, μπορεί να διασώσει μια πανίσχυρη οικονομία που κινδύνεψε να την τινάξει στο αέρα η χαοτική έκρηξη και η αχαλίνωτη κερδοσκοπία μιας απορρυθμισμένης αγοράς. Μπορεί να το εκφράσει ένας πολιτικός που πιστεύει στο εθνικό συμφέρον της χώρας του, αλλά και στην υψίστη ανάγκη να επενδύσει το συμφέρον αυτό σε συνεργασίες όχι να το τζογάρει σε τυχοδιωκτικές συγκρούσεις. Να το κατοχυρώσει με συμμαχίες – παλαιές και νέες – όχι να το ξοδέψει σε αντιπαλότητες. Που θέλει να εμπνεύσει στον υπόλοιπο κόσμο το παράδειγμα δημοκρατικών αξιών, όχι το φόβο της υπέρτερης ισχύος.
Τέτοιες προσδοκίες δημιούργησε στους συμπατριώτες του και στον υπόλοιπο κόσμο ο Μπαράκ Ομπάμα. Και πάνω σε αυτές τις προσδοκίες θα κριθεί: Αν θα τις δικαιώσει ή θα τις διαψεύσει…
Έβαλε τον πήχη πολύ ψηλά. Και το έργο του είναι πολύ δύσκολο από δω και στο εξής.
Η νέα διευρυμένη Ευρω-ατλαντική κοινότητα
Το πρώτο σημείο στο οποίο θα κριθεί ο Πρόεδρος Ομπάμα είναι η ανόρθωση της αμερικανικής οικονομίας. Το δεύτερο είναι οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας. Που έχουν αμφότερες κάθε λόγο να συγκλίνουν και δεν έχουν κανένα λόγο να μπουν ξανά σε μια περίοδο Ψυχρού Πολέμου. Μια στρατηγική σύγκλιση Αμερικής – Ρωσίας αίρει όλα τα αδιέξοδα της αμερικανικής πολιτικής από το Ιράκ ως τη Βόρειο Κορέα, καλύπτει όλες τις ανησυχίες της Ρωσίας (από τον Καύκασο ως την Κίνα), ανοίγει το δρόμο για την επίλυση όλων των διεθνών προβλημάτων, από το Μεσανατολικό ως την ισλαμική τρομοκρατία και δημιουργεί συνθήκες διεθνούς σταθερότητας και Ειρήνης.
Και η Ευρώπη; Η Ευρώπη έχει κι αυτή ανάγκη από μια στρατηγική σύγκλιση Αμερικής- Ρωσίας, για τους εξής λόγους:
-- Διότι έτσι θα ξαναβρεί την ενότητα και το βηματισμό της προς την πολιτική της ολοκλήρωση. Δεν θα βλέπει τη Ρωσία ως «δυνητική απειλή», δεν θα βλέπει την Αμερική ως «ανυπόφορο ηγεμόνα», δεν θα διχάζεται πάνω στο δίλημμα αν θα στηριχθεί στην Ουάσιγκτων για να αντιμετωπίσει τον «επεκτατισμό» της Μόσχας, ή στη Μόσχα για να εξισορροπήσει τον «ηγεμονισμό» της Ουάσιγκτων.
-- Κι αν η Ευρώπη δεν διχάζεται σε τέτοια διλήμματα, τότε θα μπορέσει να προκύψει και η Πολιτική της ενότητα: Όχι ως κατάργηση εθνικών κρατών, αλλά ως σύγκλιση εθνικών συμφερόντων.
-- Κι αν ενωθεί πολιτικά η Ευρώπη, τότε θα γίνει ισοδύναμος και ισότιμος εταίρος της Αμερικής και της Ρωσίας.
Από μια στρατηγική σύγκλιση Αμερικής Ρωσίας θα βγουν ωφελημένες και οι δύο. Αλλά περισσότερο, ίσως θα βγει ωφελημένη η Ενωμένη Ευρώπη. Γιατί όπως έδειξε η ιστορική εμπειρία – πρόσφατη και παλαιότερη – η Ευρώπη δεν μπορεί να ενωθεί μέσα σε ένα κλίμα ψυχροπολεμικών ανταγωνισμών Δύσης-Ανατολής.
Η Ευρώπη κάποτε υπήρξε ο ηγεμόνας του κόσμου. Τώρα μπορεί να γίνει επίκεντρο των παγκόσμιων ισορροπιών.
Δεν θα επιστρέψουμε στο δυναστικό κράτος του 18ου αιώνα, ούτε στο ασταθές εθνικό κράτος του 19ου αιώνα, ούτε στο αυταρχικό εθνικό κράτος του μεσοπολέμου, ούτε στο ανάπηρο και εσωστρεφές εθνικό κράτος του Ψυχρού Πολέμου. Το εθνικό κράτος επιστρέφει ως παράγοντας σταθερότητας στο διεθνές πεδίο κι ως ρυθμιστής των αγορών στην Οικονομία - εσωτερική και παγκόσμια.
Δεν θα επιστρέψουμε στα διλήμματα ανάμεσα στον γραφειοκρατικό κρατισμό και τον ασύδοτο νεοφιλελευθερισμό. Θα προχωρήσουμε στην σύνθεση των φιλελεύθερων αρχών με την κοινωνική αλληλεγγύη, στην σύνθεση του κοινωνικού κράτους με το δυναμισμό της ελεύθερης αγοράς, που θα λειτουργεί μέσα σε σαφείς κανόνες.
Δεν θα επιστρέψουμε στην ισορροπία του τρόμου ανάμεσα σε δύο υπερδυνάμεις. Θα προχωρήσουμε σε ένα πολυκεντρικό κόσμο, όπου οι ανταγωνισμοί δεν θα καταργηθούν, αλλά θα εξισορροπούνται από τις πολλαπλές συνέργειες.
Δεν θα επιστρέψουμε στην Ευρώπη της γραφειοκρατίας, αλλά στην αληθινή σύγκλιση κρατών, εθνών, λαών και πολιτισμών, όπου κανείς δεν θα χάσει την ιδιαιτερότητά του και την ιδιοπροσωπεία του, αλλά όπου όλοι θα αποκτήσουν αίσθηση ασφάλειας, ευκαιρίες ανάπτυξης και προοπτικές ευημερίας. Όσο εμπεδώνεται η ασφάλεια, όσο ενισχύεται η ανάπτυξη και η ευημερία των ευρωπαϊκών λαών, τόσο θα επιταχύνεται η σύγκλισή τους, θα σφυρηλατείται η ενότητά τους, θα δυναμώνει η επιρροή τους διεθνώς.
Η Αμερική θα ξεπεράσει την κρίση της, θα γίνει σοφότερη και καλύτερη ως κοινωνία, αν μάθει η ίδια να χρησιμοποιεί πιο προσεκτικά την ισχύ της, αν αξιοποιήσει την «ήπια δύναμη» της Ενωμένης Ευρώπης, κι αν τολμήσει να συγκλίνει στρατηγικά με τη Ρωσία.
Η Ευρώπη θα προχωρήσει αποφασιστικά στην Πολιτική της Ενοποίηση, αν οικοδομήσει την ενότητά της πάνω στην πραγματική σύγκλιση των εθνών που τη συναποτελούν, όχι στη γραφειοκρατική ισοπέδωση των κρατών της. Κι αν μάθει να αξιοποιεί τις συνέργειες που προκύπτουν απ’ αυτή τη σύγκλιση.
Και η Ρωσία θα βγει από τα αδιέξοδά της και θα ξεπεράσει τις ανασφάλειές της, αν συγκλίνει στρατηγικά και με την Αμερική και με την Ευρώπη. Με την πρώτη χτίζοντας διεθνείς ισορροπίες και με τη δεύτερη χτίζοντας οικονομικές συνέργειες.
Σε ένα κόσμο που στηρίζεται σ’ αυτούς τους τρείς πυλώνες σταθερότητας, με διαφοροποιημένους ρόλους μεταξύ τους, και η Κίνα και η Ινδία και όλες οι άλλες χώρες μπορούν να ξεδιπλώσουν το δυναμισμό τους και να κερδίσουν το ρόλο που τους αξίζει χωρίς να προκαλέσουν κρίσεις και ανατροπές από τη συνεχή ανακατανομή ισχύος.
Η νέα Ευρω-ατλαντική σχέση περιλαμβάνει και τη Ρωσία, προϋποθέτει απαραίτητα τη σύγκλιση Αμερικής-Ρωσίας, επιταχύνει και διευκολύνει την Ένωση της Ευρώπης και στηρίζεται στην ανάδειξη της Ευρώπης σε κέντρο των διεθνών ισορροπιών. Τελικά εξασφαλίζει προσαρμοστικότητα και ελαστικότητα στην ενσωμάτωση όλου του υπόλοιπου κόσμου, σε ένα αληθινό συνεταιρισμό αμοιβαίου οφέλους, σε ένα παίγνιο θετικού αθροίσματος.
Η Ευρώπη έμαθε από τα λάθη της κι είναι έτοιμη να προχωρήσει. Η Ρωσία έχει κι αυτή διδαχθεί από τα λάθη της και μάλλον δεν θα αρνηθεί έναν τέτοιο «ιστορικό συμβιβασμό». Μένει να δούμε αν ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα είναι έτοιμος να ανοίξει το δρόμο.
Το κακό είναι ότι έχει πολλά εμπόδια στο δρόμο του.
Το παρήγορο είναι ότι δεν έχει και πολλές εναλλακτικές επιλογές.
Το αληθινά ελπιδοφόρο είναι ότι η πολλαπλή οικονομική κρίση που σήμερα συγκλονίζει ολόκληρο το δυτικό κόσμο – και όχι μόνο – είναι αρκετά ισχυρή ώστε να μας συνεφέρει από τα σφάλματα και τις αυταπάτες μας, αλλά όχι τόσο ισχυρή ώστε να βυθίσει τον κόσμο στο χάος.
Κι απ’ αυτή την άποψη μπορεί να λειτουργήσει αληθινά λυτρωτικά.Γιατί ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε δυναμώνει…

το κείμενο της ομιλίας το πήραμε απο το
http://kourdistoportocali.blogspot.com/

Δημοσίευση σχολίου

About This Blog

  © Blogger template Webnolia by Ourblogtemplates.com 2009

Back to TOP